- σκουτουλᾶτος
- σκουτουλᾶτος, ον, Lat.A scutulatus, chequered, of dresses, Peripl. M.Rubr.24, cf. Lyd.Mag.1.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκουτουλάτος — ον, Α (για ρούχα) διακοσμημένος σαν ψηφιδωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutulatus < scutula «ρόμβος, ψηφίδα» (πρβλ. σκούτλα)] … Dictionary of Greek